- χαλαρωτικός
- -ή, -όαυτός που χαλαρώνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλαρωτικός — ή, ό, Ν αυτός που επιφέρει χαλάρωοη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρώνω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ήλιος] … Dictionary of Greek
διαλυτικός — ή, ό (AM διαλυτικός, ή, όν) 1. ο ειδικευμένος στη διάλυση 2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ… … Dictionary of Greek